Λυδιστί
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
[ῐ], Adv. A after the Lydian fashion, Cratin. 256; in Music, in the Lydian mode, Pl.La.188d; ἡ Λ. ἁρμονία Id.R.398e, cf. Arist. Pol.1342b32, Plu.2.1134b.
Greek (Liddell-Scott)
Λῡδιστί: [ῐ], Ἐπίρρ., κατὰ τὴν γλῶσσαν τῶν Λυδῶν, κατὰ τὸν τρόπον τῶν Λυδῶν, Κρατῖν. ἐν «Ὥραις» 2, Πλάτ. Λάχ. 188D· ἐν τῇ Μουσικῇ, κατὰ τὴν Λυδικὴν ἁρμονίαν, ἡ Λ. ἁρμονία Πλάτ. Πολ. 398Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 15, Πλούτ. 2. 1184Β.
Greek Monotonic
Λῡδιστί: [ῐ], επίρρ., κατά τη γλώσσα των Λυδών, κατά τον τρόπο, κατά τα ήθη των Λυδών, σε Πλάτ.· λέγεται για τη μουσική, κατά τη Λυδική αρμονία, ἡ Λυδιστὶ ἁρμονία, στον ίδ.
Middle Liddell
in the Lydian tongue, after the Lydian fashion, Plat.: of Music, in the Lydian mode, ἡ Λ. ἁρμονία Plat.