οἰνήρυσις
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀρύω) A vessel for drawing wine, Ar.Ach.1067, Ph.1.390.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνήρῠσις: ἡ, (ἀρύω) ἡ τοῦ οἴνου κοτύλη, δι’ ἧς ἠρύοντο τὸν οἶνον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1067.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
vase pour puiser du vin.
Étymologie: οἶνος, ἀρύω.
Greek Monolingual
οἰνήρυσις, ἡ (Α)
αγγείο, για άντληση οίνου («φέρε τὴν οἰνήρυσιν ἵν' οἶνον ἐγχέω λαβὼν ἐς τοὺς χόας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἄρυσις (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ζωμ-ήρυσις. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
οἰνήρῠσις: ἡ (ἀρύω), σκεύος, δοχείο για άντληση κρασιού από βαρέλι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
οἰνήρῠσις: εως ἡ ковш для вина Arph.