ἀσκόπευτος

From LSJ
Revision as of 23:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκόπευτος Medium diacritics: ἀσκόπευτος Low diacritics: ασκόπευτος Capitals: ΑΣΚΟΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: askópeutos Transliteration B: askopeutos Transliteration C: askopeftos Beta Code: a)sko/peutos

English (LSJ)

ον, A free from intrusions, πενία ἀ. οὐσία Secund.Sent.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκόπευτος: -ον, ὅν οὐδεὶς θηρεύει, ἀθήρευτος, τί ἐστι πενία; ἄφθονον πρᾶγμα, ἀσκόπευτος οὐσία Σεκοῦνδος σ. 637.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser evaluado, incalculable (πενία) ἀσκόπευτος οὐσία Secund.Sent.17.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσκόπευτος, -ον) σκοπεύω
Ι. νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή πρόθεση
2. ο αστόχαστος, ο απερίσκεπτος