ὀρχηθμός

From LSJ
Revision as of 17:52, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρχηθμός Medium diacritics: ὀρχηθμός Low diacritics: ορχηθμός Capitals: ΟΡΧΗΘΜΟΣ
Transliteration A: orchēthmós Transliteration B: orchēthmos Transliteration C: orchithmos Beta Code: o)rxhqmo/s

English (LSJ)

ὁ, A dance, φιλοπαίγμων Od.23.134; μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο Il.13.637, cf. Od.8.263, Hes.Sc.282, v.l. in h.Ap. 149; cf. ὀρχησμός.

German (Pape)

[Seite 389] ὁ, ion. = ὀρχησμός, Tanz; μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο, Il. 13, 637; φιλοπαίγμων, Od. 23, 134; Hes. Sc. 282; Luc. de salt. 23 u. sp. D. in der Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρχηθμός: ὁ, ὄρχησις, χορός, φιλοπαίγμων Ὀδ. Ψ. 134· μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο Ἰλ. Ν. 637, πρβλ. Ὀδ. Θ. 263, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 282· ― ὁ Ἀττ. τύπος ὀρχησμὸς (ἐν τῷ πληθ.) ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 376, Πανυάσ. παρ’ Ἀθην. 37Β. Ἀνθ. Π. 6. 33.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chœur, danse.
Étymologie: ὀρχέω.

English (Autenrieth)

dancing, choral dance.

Greek Monolingual

ὀρχηθμός, ὁ (Α)
χορός, όρχηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρχοῦμαι «χορεύω» + επίθημα -θμος (πρβλ. βρυχη-θμός)].

Greek Monotonic

ὀρχηθμός: ὁ (ὀρχέομαι), το να χορεύει κάποιος, χορός, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρχηθμός: атт. ὀρχησμός ὁ пляска, танец Hom., Hes., Luc.

Middle Liddell

ὀρχηθμός, οῦ, ὁ, ὀρχέομαι
a dancing, the dance, Hom.