ὄνοσμα
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
ατος, τό, A stone bugloss, Onosma echinoides, Dsc.3.131, Gal. 12.89, Plin.HN27.110.
German (Pape)
[Seite 350] τό, ein wohlriechendes, stachliges Kraut, zur Gattung ἄγχουσα gehörig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὄνοσμα: τό, φυτόν τι πιθ. ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἀγχούσης, Διοσκ. 3. 147, Πλίν. 27. 86.
Russian (Dvoretsky)
ὄνοσμα: ατος τό бот. предполож. огуречник Plin.