ὑπάτη

From LSJ
Revision as of 18:47, 30 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰτη Medium diacritics: ὑπάτη Low diacritics: υπάτη Capitals: ΥΠΑΤΗ
Transliteration A: hypátē Transliteration B: hypatē Transliteration C: ypati Beta Code: u(pa/th

English (LSJ)

(sc. χορδή), ἡ, A the highest of the three strings which formed the framework of the musical scale (opp. νεάτη, μέση), but the lowest in pitch, Philol.6, Pl.R.443d, etc.; αἱ ὑπάται the highest tetrachord, Anon.Oxy.667.16; τὴν ἀπὸ τῶν ὑπάτων . . ἐπίτασιν raising of pitch from the low notes, Antyll. ap. Orib. 6.10.7; τὸ βομβυκέστερον τῶν ὑπατῶν Nicom.Harm.11; ὑπάτη ὑπατῶν ibid. (but ὑ. ὑπάτων Cleonid.Harm.4).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάτη: (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ ὑψίστη ἢ μεγίστη (κατὰ τὸ μῆκος) χορδὴ ἀλλὰ κατωτάτη κατὰ τὴν ὀξύτητα τοῦ τόνου ἐκ τῶν τριῶν χορδῶν, αἵτινες ἀπετέλουν τὴν Ἑλληνικὴν μουσικὴν κλίμακα (ἴδε μέση, νεάτη), Πλάτ. Πολ. 443D, κλπ., πρβλ. παρυπάτη, καὶ ἴδε Chapell Anc Mus. σ. 36. - Ἴδε Γ. Κατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 532, ἔνθα ἡ γενικ. πληθ. ὑπατῶν.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
s.e. χορδή;
la dernière corde, la plus basse.
Étymologie: ὕπατος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ενν. χορδή) η μεγαλύτερη σε μήκος ή η υψηλότερη χορδή της λύρας, αλλά και η κατώτατη ως προς την οξύτητα του τόνου από τις τρεις χορδές που αποτελούσαν την ελληνική μουσική κλίμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ὑπάτη (χορδή) του επιθ. ὕπατος.

Greek Monotonic

ὑπάτη: (ενν. χορδή), ἡ, η χαμηλότερη νότα των τριών που αποτελούσαν την ελληνική μουσική κλίμακα (βλ. μέση, νεάτη), σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπάτη: (ᾰ) ἡ (sc. χορδή) крайняя струна (дававшая самый низкий тон) Plat., Anth.

Middle Liddell


(sc. χορδή), the lowest note of the three which formed the Gr. scale (v. μέση, νεάτἠ, Plat.