ὑπότυφος
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
English (LSJ)
ον, A puffed up, Ion Chius ap.Plu.Per.5; f.l. for ὑπάτυφος in Timo 60.
German (Pape)
[Seite 1237] etwas stolz; Timon bei D. L. 9, 18 (vgl. ὑπάτυφος); Plut. Pericl. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότῡφος: -ον, ὀλίγον τετυφωμένος, Ἴων ἐν Πλουτ. Περικλ. 5, Συνέσ. 39D· οὕτω δὲ ἐφέρετο πρότερον ἐν Τίμ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 18, ἔνθα νῦν γράφουσιν ὑπάτυφος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu vain, un peu orgueilleux.
Étymologie: ὑπό, τῦφος.
Greek Monolingual
-ον, Α
κάπως αλαζονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τῦφος «έπαρση, αλαζονεία»].
Greek Monotonic
ὑπότῡφος: -ον, κάπως υπερόπτης, αλαζόντας, επηρμένος, αυθάδης, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπότῡφος: несколько надменный Plut., Diog. L.