περιλιχμάομαι
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
=foreg., A γλώσσῃ γένειον Theoc.25.226, cf. Arat.1115, Phylarch
Greek (Liddell-Scott)
περιλιχμάομαι: ἀποθ., περιλείχω, γλώσσῃ γένειον Θεόκρ. 25. 226, πρβλ. Ἄρατ. 1115, Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 34, Θεῶν Διάλ. 12. 2· - ἐπὶ παθ. σημασίας, Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Α. 2) λείχω ἐντελῶς, τοῦ ψωμοῦ Λουκ. Προμ. 10.
Greek Monotonic
περιλιχμάομαι: αποθ.,
1. γλείφω ολόγυρα, σε Θεόκρ., Λουκ.
2. γλείφω παντού, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-λιχμάομαι likken, oplikken.