φύστις
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
f.l. in A.Pers.926 (anap., leg. πάνυ ταρφύς τις, for πάνυ γὰρ φύστις).
German (Pape)
[Seite 1319] ἡ, poet. statt φύσις 3, Nachkommenschaft, Geschlecht, Aesch. Pers. 890.
Greek (Liddell-Scott)
φύστις: -εως, ἡ, (φύω) ἀμφίβ. τύπος τοῦ φύσις IV, γενεά, ἀπόγονοι, Αἰσχύλου Πέρσ. 926˙ ἀλλ’ ὁ Franz ἀναγινώσκει πάνυ ταρφύς τις, ἀντὶ πάνυ γὰρ φύστις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
postérité, race.
Étymologie: φύω.
Greek Monotonic
φύστις: -εως, ἡ (φύω), απόγονοι, γενιά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φύστις: εως ἡ потомство, род (Aesch. - v.l. ταρφύς).