ἁλίβρεκτος
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ον, washed by the sea, AP7.501 (Pers.), Nonn.D.1.96.
German (Pape)
[Seite 96] meerbenetzt, πέτρου πρόπους Pers. 8 (VII, 501); öfter Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίβρεκτος: -ον, ὁ βρεχόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 7. 501. Νόνν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mouillé par l’eau de mer.
Étymologie: ἅλς¹, βρέχω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
bañado por el mar πρόπους AP 7.501 (Pers.), Nonn.D.1.96.
Greek Monolingual
-ον (Α ἁλίβρεκτος)
ο βρεχόμενος από θάλασσα, θαλασσόβρεχτος, αλίβροχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + βρεκτὸς < βρέχω].
Greek Monotonic
ἁλίβρεκτος: -ον (ἅλς, βρέχω), αυτός που βρέχεται από την θάλασσα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίβρεκτος: омываемый морем (πέτρου πρόπους Anth.).
Middle Liddell
[ἅλς, βρέχω
washed by the sea, Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἁλίβρεκτος -ον ἅλς, βρέχω door de zee bespoeld.