δίχρωμος
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ον, = δίχροος (two-coloured, two-colored), Luc.Prom.Es4, Gal.13.460. II Subst. δίχρωμος, ἡ, name of a plaster, Aët.15.13. 2 δίχρωμον, τό, = περιστερεὼν ὕπτιος = Verbena officinalis, common vervain, common verbena, Ps.-Dsc.4.60.
German (Pape)
[Seite 647] dasselbe, Luc. Prom. 4 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de deux couleurs.
Étymologie: δίς, χρῶμα.
Spanish (DGE)
-ον
I bicolor, ἄνθρωπος Luc.Prom.Es.4, ζῴδιον de Aries, Vett.Val.5.24, σῦκα Gp.10.53.2.
II subst.
1 medic. ἡ δ. (sc. ἔμπλαστρος) el emplasto de dos colores Gal.13.460, Aët.15.13 (p.45), Paul.Aeg.4.48.3, 7.17.55.
2 bot. τὸ δ. verbena, Verbena supina L., o v. Verbena officinalis L., Ps.Dsc.4.60.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίχρωμος, -ον)
αυτός που έχει δύο χρώματα
μσν.
το θηλ. ως ουσ. η δίχρωμος
ονομασία εμπλάστρου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δίχρωμον
το φυτό περιστερόχορτο.
Greek Monotonic
δίχρωμος: -ον (χρῶμα), αυτός που έχει δύο χρώματα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δίχρωμος: Luc. = δίχροος.
Middle Liddell
adj χρῶμα
two-coloured, Luc.