εική

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

εἰκῇ) επίρρ.
νεοελλ.
φρ. «εική και ως έτυχε» — εντελώς στην τύχη, χωρίς φροντίδα και προσοχή
αρχ.
1. χωρίς σχέδιο ή χωρίς σκοπό, τυχαία, επιπόλαια («εἰκῇ λέγεσθαι», «εἰκῇ πράττειν», «νήφων παρ' εἰκῇ λέγοντας» — διατηρώντας τη λογική του σκέψη ανάμεσα σε ανθρώπους που μιλούσαν επιπόλαια)
2. μάταια, άνευ λόγου
3. ελαφρά, μέτρια («ἀγγεῑα εἰκῇ πεπυρωμένα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματικός σχηματισμός με κατάληξη δοτικής (πρβλ. κομιδῄ, σπουδῄ) που προέρχεται από τ. ε-(F)εκῄ και συνδέεται με τα εκών, ένεκα. Είναι εξίσου πιθ. να συνδέεται με το έοικα (πρβλ. ομηρ. εικοβολείν, εκηβόλος), άποψη που ενισχύεται από την ύπαρξη παράλληλων σημασιολογικά τύπων στην αρχ. Ινδική].