συνεφέρνω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek Monolingual
και διαλ. τ. συνηφέρνω Ν
1. (μτβ.) βοηθώ κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του, τον επαναφέρω στην αρχική φυσιολογική κατάσταση του
2. (αμτβ.) ανακτώ τις αισθήσεις ή τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι σωματικώς ή ψυχικώς
3. μτφ. α) (μτβ.) συντελώ στην ισχυροποίηση κάποιου («αυτό το μέτρο θα συνεφέρει κάπως την εμπορική κίνηση της πόλης»)
β) (αμτβ.) ανακτώ την παλιά μου ισχύ («αρχίζει να συνεφέρνει ο τουρισμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνέφερα, αόρ. του συμφέρω (για την ανάπτυξη -ν-, πρβλ. φέρω: φέρνω)].
Greek Monolingual
και διαλ. τ. συνηφέρνω Ν
1. (μτβ.) βοηθώ κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του, τον επαναφέρω στην αρχική φυσιολογική κατάσταση του
2. (αμτβ.) ανακτώ τις αισθήσεις ή τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι σωματικώς ή ψυχικώς
3. μτφ. α) (μτβ.) συντελώ στην ισχυροποίηση κάποιου («αυτό το μέτρο θα συνεφέρει κάπως την εμπορική κίνηση της πόλης»)
β) (αμτβ.) ανακτώ την παλιά μου ισχύ («αρχίζει να συνεφέρνει ο τουρισμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνέφερα, αόρ. του συμφέρω (για την ανάπτυξη -ν-, πρβλ. φέρω: φέρνω)].