επίπλους
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
Greek Monolingual
(I)
ο (Α ἐπίπλους) πλους
ο πλους εναντίον κάποιου, η έφοδος, η επίθεση πλοίου ή στόλου εναντίον άλλου εχθρικού («μὴ διαφύγοιεν πλέοντες τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῖοι», Θουκ.)
αρχ.
(σπαν., χωρίς εχθρ. σημ.) ο πλους προς κάποιον, η προσέγγιση («τῷ φιλίῳ ἐπίπλῳ», Θουκ.).
(II)
ἐπίπλους, -ουν (-οος, -οον) (Α) πλους
1. (για πλοίο) ο κατάλληλος για επίθεση, μάχιμος (α. «ἔχων πέντε ναῡς ἐπίπλους», Πολ.
β. «ἔχων ἐπίπλους [ναῡς] καὶ πεντήρεις τὰς μάλιστα ταχυναυτούσας», Πολ.)
2. αυτός που πλέει μετά από άλλο
3. ως ουσ. επιβάτης πλοίου
4. (κατά τον Αρποκρατίωνα) «δίοπος λέγεται ὁ διέπων καὶ ἐποπτεύων τὰ κατὰ τὴν ναῡν, ὁ καθ’ ἡμᾶς λεγόμενος ἐπίπλους».
(III)
ο (Α ἐπίπλους και ἐπίπλοος)
βλ. επίπλοον.