δυσκατάπαυστος
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ον, hard to check, ἄλγος A.Ch.470 (lyr.); βοή LXX 3 Ma.5.7; of persons, Plu.Alex.31; restless, ψυχή E.Med.109 (anap.); τὸ -ότερον Thphr. Vent.35.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu stillen; ἄλγος Aesch. Ch. 470; schwer zu beruhigen, ψυχή Eur. Med. 109; vgl. Plut. Alex. 31.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάπαυστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀναχαιτίσῃ τις, ἄλγος Αἰσχύλ. Χο. 470· ἀνήσυχος, ψυχὴ Εὐρ. Μηδ. 109· -τὸ δυσκ. Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à calmer ; agité.
Étymologie: δυσ-, καταπαύω.
Spanish (DGE)
(δυσκᾰτάπαυστος) -ον
• Prosodia: [-τᾰ-]
1 difícil de calmar, ἄλγος A.Ch.470 (cód.), βοή LXX 3Ma.5.7, πάθος Sch.Hes.Th.98
•difícil de refrenar o aplacar de pers. y abstr. ψυχή E.Med.109, θυμός Orib.Syn.5.49.5, πρᾶγμα D.25.49, στάσις Plu.2.246c, cf. Alex.31, Adam.1.7, ὀξύθυμοι καὶ δυσκατάπαυστοι de temperamentos, Orib.Syn.5.49.9
•neutr. subst. τὸ δυσκαταπαυστότερον la gran dificultad para calmarse del mar, Thphr.Vent.35.
2 adv. -ως con difícil aplacamiento δ. ἔχουσι πρὸς τὰς κατηγορίας οἱ ὀργιζόμενοι Sch.Er.Il.1.108-109.
Greek Monolingual
δυσκατάπαυστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα αναχαιτίζεται
2. ανήσυχος («δυσκατάπαυστος ψυχή», Ευρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάπαυστον
η ιδιότητα του δυσκατάπαυστου.
Greek Monotonic
δυσκατάπαυστος: -ον (καταπαύω), δύσκολος στο να καμφθεί, να αναχαιτισθεί, απτόητος, ακούραστος, αέναος, συνεχής, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δυσκατάπαυστος: который трудно унять или успокоить (ἄλγος Aesch.; ψυχή Eur.; στάσις Plut.): δ. γεγονώς Plut. сильно возбужденный.
Middle Liddell
δυσ-κατάπαυστος, ον καταπαύω
hard to check, restless, Aesch., Eur.