γυναικόφρων
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
ον, gen. ονος, of woman's mind, E.Fr.362.34.
German (Pape)
[Seite 511] von weibischer Gesinnung, Eur. frg.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικόφρων: -ον, ἔχων γυναικὸς φρόνημα ἢ νοῦν, Εὐρ. Ἀποσπ. 364. 34.
Spanish (DGE)
(γῠναικόφρων) -ον
que siente como las mujeres γ. γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ E.Fr.19.34M., καλλωπιστάς, γυναικόφρονας Procl.Par.Ptol.228.
Greek Monolingual
γυναικόφρων (-όνος), -ον (Α)
αυτός που έχει γυναικείο φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -φρων < φρην (πρβλ. άφρων, δαΐφρων)].
Russian (Dvoretsky)
γῠναικόφρων: ονος adj. мыслящий или чувствующий по-женски (θυμός Eur.).