ἀδαημονία

From LSJ
Revision as of 09:23, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδᾰημονία Medium diacritics: ἀδαημονία Low diacritics: αδαημονία Capitals: ΑΔΑΗΜΟΝΙΑ
Transliteration A: adaēmonía Transliteration B: adaēmonia Transliteration C: adaimonia Beta Code: a)dahmoni/a

English (LSJ)

Ep. ἀδαημονίη, ἡ, ignorance, inexperience, unskilfulness in doing, c.inf., Od.24.244 (v.l. ἀδαημοσύνη).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδᾰημονία: ἡ, ἀμάθεια, ἀπειρία, εἰς τὸ πράττειν, μ. ἀπαρεμφ. Ὀδ. Ω. 244, ἔνθα ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λ. ἀδῆσαι 13) προτιμᾷ τὴν ἄλλην γραφὴν ἀδαημοσύνη.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) : ἀδαημονίη: ignorance, inexpérience.
Étymologie: ἀδαήμων.

Greek Monotonic

ἀδᾰημονία: ἡ, αμάθεια ή απειρία στην εκτέλεση ενός πράγματος· με απαρ., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[From ἀδαήμων
ignorance or unskilfulness in doing, c. inf., Od.

English (Autenrieth)

want of knowledge, Od. 24.244†.

Spanish (DGE)

(ἀδᾰημονίη) -ης, ἡ
ignorancia, falta de experiencia c. inf. ἀμφιπολεύειν ὄρχατον Od.24.244.

Russian (Dvoretsky)

ἀδᾰημονίη:незнание, неумение, неопытность (ποιεῖν τι Hom.).