ἀπαυγάζω
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
A flash forth, ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν σέλας Hld.3.4; χροιάν, χρῶμα, Id.4.8, Philostr.VA3.8. II Med., see from far, Call.Del. 125,181.
German (Pape)
[Seite 282] ausstrahlen, Heliod. – Med., glänzen, strahlen, Call. H. Del. 181; in der Ferne erblicken, ἀπαύγασαι ibid. 125.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαυγάζω: ἐκπέμπω λάμψιν, πλέον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν σέλας ἢ τῶν δᾴδων ἀπηύγαζεν Ἡλιόδ. 3. 4· ἀπρόσφυλον Αἰθιόπων χροιὰν ἀπαυγάζουσαν, πέμπουσαν λέμψιν χρώματος ἐκφύλου τοῖς Αἰθίοψι (ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπω), ὁ αὐτ. 4. 8, Φιλόστρ. 101. ΙΙ. Μέσ., ἀκτινοβολῶ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 181. 2) βλέπω μακρόθεν, αὐτόθι 125.
French (Bailly abrégé)
faire briller ; Pass. réfléchir la lumière, briller, réverbérer;
Moy. ἀπαυγάζομαι voir de loin.
Étymologie: ἀπό, αὐγάζω.
Spanish (DGE)
1 hacer relampaguear, brillar ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν σέλας Hld.3.4.6, χροιάν Hld.4.8.5, χρῶμα Philostr.VA 3.8.
2 en v. med. ver de lejos, otear φάλαγγας δυσμενέων Call.Del.181, cf. 125, Fr.228.48 (tm.).
Greek Monolingual
ἀπαυγάζω (AM)
ακτινοβολώ, λάμπω
(μσν., -ομαι) σκοτεινιάζω, χάνω τη λάμψη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αυγάζω < αυγή].
Greek Monotonic
ἀπαυγάζω: μέλ. -σω, αστραποβολώ, ακτινοβολώ, σε Καλλ.