ἀπόμουσος
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ον, away from the Muses, untutored, rude, E.Med. 1089. Adv., κάρτ' ἀπομούσως ἦσθα γεγραμμένος wast unfavourably painted, A.Ag.801.
German (Pape)
[Seite 315] (Μοῦσα), = ἄμουσος, ohne Musen, ungebildet, Eur. Med. 1088. – Adv. ἀπομούσως, Aesch. Ag. 775.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόμουσος: -ον, ὁ μακρὰν τῶν μουσῶν, ἄμουσος, ἀπαίδευτος, ἄγκροικος, Εὐρ. Μήδ. 1089: ― Ἐπίρρ., κάρτ’ ἀπομούσως ἦσθα γεγραμμένος, οὐχὶ εὐνοϊκῶς ἦσο ἐζῳγραφημένος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 801.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
étranger aux muses, grossier.
Étymologie: ἀπό, μοῦσα.
Spanish (DGE)
-ον
1 no inspirado, inculto (γένος) οὐκ ἀ. τὸ γυναικῶν E.Med.1089.
2 adv. -ως sin arte fig. κάρτ' ἀ. ἦσθα γεγραμμένος con muy poco arte te había pintado A.A.801.
Greek Monolingual
ἀπόμουσος, -ον (Α) μούσα
άμουσος, απαίδευτος.
Greek Monotonic
ἀπόμουσος: -ον, αυτός που βρίσκεται μακριά από τις Μούσες, άμουσος, απαίδευτος, ατάλαντος, αγροίκος, σε Ευρ.· επίρρ., ἀπομούσως, δυσμενώς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόμουσος: чуждый музам, грубый Eur.
Middle Liddell
away from the Muses, unaccomplished, rude, Eur.:—adv., ἀπομούσως unfavourably, Aesch.