ἁρπάγη
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ἡ, A hook for drawing up buckets, etc., Men.829, Poll.6.88; grappling-iron, D.C.66.4, 74.11. 2 rake, E.Cyc.33.
German (Pape)
[Seite 358] ἡ, Harke, Eur. Cycl. 33. Haken, bes. zum Emporziehen der Brunneneimer. Bei Poll. auch = κρεάγρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπάγη: ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, κοιν. «γάντζος», «τσιγκέλι» (Τουρκ.), Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 210· καθ’ Ἡσύχ. «ἁρπάγη· ἐξαυστήρ· ἔστι τὸ σκεῦος ἔχον ὀγκίνους, ᾧ τοὺς κάδους ἀνασπῶσιν ἀπὸ τῶν φρεάτων, ὁ καὶ λύκος» Ἡσύχ.· σαίρειν σιδηρᾷ τῇδέ μ’ ἁρπάγῃ δόμους Εὐρ. Κύκλ. 33: «κρεάγραν, ἣν καὶ ἁρπάγην ἐκάλουν, καὶ λύκον καὶ ἐξαυστῆρα» Πολυδ. Ϛ΄, 88· τοὺς δὲ τῶν κριῶν ἁρπάγαις ἀνέσπων Δίων Κ. 66. 4· ἁρπάγας ἕτεραι ἔχουσαι ἀνέσπων πλοῖα καὶ μηχανήματα ὁ αὐτ. 74. 11.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 croc pour tirer un seau du puits;
2 râteau.
Étymologie: ἁρπάζω.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 gancho para subir cubos, etc., Men.Fr.657
•de carnicero, Poll.6.88, 10.98
•mar. rezón D.C.74.11.2
•garfio como máquina de guerra, D.C.66.4.4.
2 rastrillo E.Cyc.33.
Greek Monotonic
ἁρπάγη: [ᾰ], ἡ (ἁρπάζω), γάντζος, τσουγκράνα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἁρπάγη: ἡ
1) грабли Eur.;
2) крюк Men.