ἐθελοπρόξενος

From LSJ
Revision as of 05:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθελοπρόξενος Medium diacritics: ἐθελοπρόξενος Low diacritics: εθελοπρόξενος Capitals: ΕΘΕΛΟΠΡΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: ethelopróxenos Transliteration B: etheloproxenos Transliteration C: etheloproksenos Beta Code: e)qelopro/cenos

English (LSJ)

ον, one who voluntarily charges himself with the office of πρόξενος (q.v.) to a foreigner or foreign state, Th.3.70.

German (Pape)

[Seite 718] der sich selbst zum πρόξενος einer Stadt macht, ohne dazu erwählt u. beauftragt zu sein, Thuc. 3, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελοπρόξενος: -ον, «ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ γενόμενος (πρόξενος) καὶ μὴ κελευσθεὶς ἐκ τῆς πόλεως· οἱ γὰρ πρόξενοι κελευόμενοι ἐκ τῆς ἑαυτῶν πόλεως ἐγίνοντο» Σουΐδ.· - ἧν γὰρ Πειθίας ἐθελοπρόξενός τε τῶν Ἀθηναίων κτλ. Θουκ. 3. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
proxène volontaire.
Étymologie: ἐθέλω, πρόξενος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ próxeno voluntario o espontáneo τῶν Ἀθηναίων tal vez por oposición al hereditario, Th.3.70.

Greek Monolingual

ἐθελοπρόξενος, ο (Α)
αυτός που γίνεται πρόξενος μόνος του χωρίς να του ζητηθεί από την πόλη την οποία εκπροσωπεί.

Greek Monotonic

ἐθελοπρόξενος: -ον, αυτός που εκούσια (από μόνος του) προσφέρεται για το αξίωμα του προξένου (βλ. αυτ.), σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐθελοπρόξενος:добровольно принимающий на себя обязанности проксена Thuc.

Middle Liddell

ἐθελο-πρόξενος, ον
one who voluntarily charges himself with the office of πρόξενος (q.v.), Thuc.