ἐνναέτης
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
(A), ες, A nine years old, Theoc.26.29: Ep. neut. εἰνάετες, as adverb, for nine years, Hes.Th.801:—fem. ἐννᾰ-έτις, poet. εἰν-, AP7.643 (Crin.).
ἐννᾰ-έτης (B), ου, ὁ, A = ἐνναετήρ, Isyll. 38, A.R.2.517, APl.4.331 (Agath.), etc.:—fem. ἐννᾰ-έτις, ιδος, A.R.1.1126.
German (Pape)
[Seite 846] ὁ, der Einwohner; Agath. 36 (Plan. 331); Anth. IX, 425; δονάκων ἐνν. heißt der Eber Paul. Sil. 44 (VI, 168).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνναέτης: -ου, ὁ, = ἐνναετήρ, ἐνναέταις Ἀνθ. Πλαν. 331· ἐνναέτῃσιν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 517, κτλ.· θηλ. ἐνναέτις, ιδος, ἐνναέτιν Φρυγίας Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1126.
French (Bailly abrégé)
1ης, ες:
qui dure neuf ans, de neuf ans ; adv. • ἐννάετες pendant neuf ans.
Étymologie: ἐννέα, ἔτος.
2ου;
adj. m.
habitant.
Étymologie: ἐνναίω.
Spanish (DGE)
-ες
• Alolema(s): acent. -ετής Theoc.26.29; εἰναέτης Il.18.400, Od.3.118, 5.107, Hes.Th.801, Posidipp.Epigr.38.6, acent. -ετής Orph.L.348; εἰνέτης Call.Dian.14, 43; ἐννεέτης SEG 41.1040.3 (Lidia II/I a.C.), acent. -ετής CEG 557.4 (Atenas IV a.C.); ἐννηέτ- IHadrian.69 (imper.); ἐννεαέτ- IG 9(2).639 (Larisa I/II d.C.), JIEgypt 83 (I a./d.C.), Ps.Nonn.Comm.in Or.4.85
1 que dura nueve años neutr. como adv. εἰνάετες durante nueve años τῇσι παρ' εἰ. χάλκευον δαίδαλα πολλά Il.l.c., εἰ. ... κακὰ ῥάπτομεν Od.3.118, ἄστυ περὶ Πριάμοιο μάχοντο εἰ. Od.5.107, cf. 14.240, 22.228, εἰ. δὲ θεῶν ἀπαμείρεται durante nueve años es apartado de la presencia de los dioses Hes.l.c., cf. SEG 38.1796.4 (Egipto II d.C.)
•como adj. λώβη Orph.l.c., ἐννεετεῖς ... ἰδὼν κυκλίους ὥρας ἐνιαυτῶν θνῄσκω muero tras haber visto los anuales ciclos de las estaciones durante nueve años, CEG l.c., χρόνος Gr.Nyss.Ep.Can.219.17.
2 que tiene nueve años de edad Ὠκεανῖναι, νύμφαι Call.Dian.ll.cc., cf. Posidipp.Epigr.l.c., IHadrian.l.c., predic. εἴη δ' ἐ. ἢ καὶ δεκάτω ἐπιβαίνοι que sea de nueve años o también que entre en el décimo Theoc.l.c., ἐ. ὤν Plb.15.19.3, ἐ. ἤλυθεν εἰς Ἀίδα SEG 41.1040.3 (Lidia II/I a.C.), cf. Ps.Nonn.l.c., Eust.1861.31. < ἐνναέτης ἐνναετία > ἐνναέτης, -ου, ὁ
• Alolema(s): dór. -ας Call.Fr.186.24 (dud.), AP 6.168 (Paul.Sil.)
• Morfología: [plu. dat. ἐνναέτῃσι A.R.2.517, 4.1140, Opp.H.5.469]
habitante, morador c. gen. Σικυῶνος Call.SHell.238.13 (ap. crít.), cf. 253.10, Fr.177.36, Λευκῆς epigr. en D.7.40, Ἐπιδαύρου Isyll.38, Ἑλλάδος γᾶς Philod.Scarph.33, Μαραθῶνος Nonn.D.12.152, ἐνναέτας δονάκων habitante de los cañaverales del jabalí AP l.c., sin rég. ἄκος ἐνναέτῃσι remedio para los habitantes A.R.2.517, cf. 4.1140, IPatras 37.17 (III/IV d.C.), θάμβος ἔην ξείνοισι καὶ ἐνναέτῃσιν ἰδέσθαι Opp.l.c., en función de adj. (λοιβαὶ) ἐνναέταις τε θεοῖς A.R.2.1273.
Greek Monotonic
ἐνναέτης: -ες (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία εννιά ετών, σε Θεόκρ.· ουδ. εἰνάετες, ως επίρρ., για εννιά χρόνια, επί εννέα έτη, σε Ησίοδ.· θηλ. ἐνναέτις, -ιδος, σε Ανθ.
• ἐνναέτης: -ου, ὁ (ἐνναίω), κάτοικος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνναέτης:
I и ἐνναετής 2 (Theocr. - v.l. ἐκγενέτης) = ἐνναέτηρος.
ου ὁ Anth. = ἐνναετήρ.
Middle Liddell
ἐνναέτης, ου, ἐνναίω
an inhabitant, Anth.