ἑκατόζυγος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ον, with 100 benches for rowers, Il.20.247.
German (Pape)
[Seite 752] mit hundert Ruderbänken, Il. 20, 247.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτόζῠγος: -ον, ἔχων ἑκατὸν θρανία κωπηλατῶν, οὐδ’ ἂν νηῦς ἑκατόζυγος ἄχθος ἄροιτο, «ὑπὸ ἑκατὸν ἐρετῶν ἐλαυνομένη· ζυγὰ γὰρ αἱ τῶν ἐρεσσόντων καθέδραι» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 247.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à cent bancs de rameurs, càd énorme.
Étymologie: ἑκατόν, ζυγός.
English (Autenrieth)
with a hundred benches, νηῦς, an hyperbole, Il. 20.247†.
Spanish (DGE)
(ἑκατόζῠγος) -ον
que tiene cien bancos de remeros οὐδ' ἂν νηῦς ἑ. ἄχθος ἄροιτο Il.20.247.
Greek Monolingual
ἑκατόζυγος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) αυτός που έχει εκατό καθίσματα κωπηλατών
2. αυτός που έχει μεγάλο αριθμό κουπιών.
Greek Monotonic
ἑκᾰτόζῠγος: -ον (ζυγόν), αυτός που έχει εκατό καθίσματα για κωπηλάτες, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατόζῠγος: имеющий сто скамей (для гребцов) (νηῦς Hom.).
Middle Liddell
ἑκᾰτό-ζῠγος, ον ζυγόν
with 100 benches for rowers, Il.