ἄποιος
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
ον, (ποιός) A without quality or without attribute, στοιχεῖα Placit.1.15.8; ὕλη Zeno Stoic.1.24, Chrysipp.Stoic.2.111; ποιότης Plot.1.8.10; γεῦσις Aret.SA2.7; τὸ ἄ. Porph.Abst.1.30; ἄποιον ὕδωρ = pure water, Ath.1.33c (Sup.); ἄποιος βοτάνη Orib.Fr.52; ἄποιος διαβήτης = diabetes insipidus.II (ποιεῖν) inert, ἄποιον δὲ καὶ ἀδύναμον (v.l. ἀδύνατον) τὸ σῶμα καθ' αὑτό Procl.Inst.80, cf. eund. in Ti.3.337 D.
German (Pape)
[Seite 304] ohne Qualität, ohne Eigenschaft, ὕλη, Materie, Plut. adv. St. 39. Dah. ὕδωρ άποιότατον, reines, farb- u. geschmackloses Wasser, Ath. I, 33 b. Auch vom Geschmack, γεῦσις, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἄποιος: -ον, (ποιὸς) ἄνευ ποιότητος ἢ ἰδιότητος, στοιχεῖα Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17· ὕλη Πλούτ. 2. 369Α· γεῦσις Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 7· ἀποιον ὕδωρ, καθαρὸν ὕδωρ, Ἀθήν. 33C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans qualité, sans propriété.
Étymologie: ἀ, ποῖος.
Spanish (DGE)
-ον
inerte ἄ. δὲ καὶ ἀδύναμον τὸ σῶμα καθ' αὑτό Procl.Inst.80, cf. in Ti.3.337.29, ἄψυχόν τι σῶμα καὶ ἄ. ἀργόν τε καὶ ἄπρακτον Plu.2.374e.
-ον
1 sin cualidad o accidente τὰ ... στοιχεῖα Placit.1.15.8, ὕλη Zeno Stoic.1.24, Chrysipp.Stoic.2.111, Plu.2.369a, Porph.Sent.21, Origenes Or.27.8, Clem.Al.Strom.5.14.89, ποιότης Plot.1.8.10, πάλιν δή φησι ... τὸν Σφαῖρον ἀποτελεῖν ἄποιον ὑπάρχοντα Phlp.in GC 19.7, οἱ ἄτομοι Plu.2.1110f (= Democr.A 57), φύσις Origenes Io.13.21 (p.245.6), cf. Athenag.Leg.10.3
•subst. τὸ ἄ. Porph.Abst.1.30, de Dios, Gr.Nyss.M.44.1225B.
2 sin gusto, sin sabor γεῦσις Aret.SA 2.7.5, ὕδωρ Ocell.2.3, Didym.M.39.700B, τὰ ἀποιότατα τῶν ὑδάτων Ath.33c, ἔλαιον Aret.CA 1.10.7, βοτάνη Orib.Ec.51.1, ἄποιον· ἀνήδονον, ἄνοστον Hsch.
Greek Monolingual
ἄποιος, -ον (Α) ποιός
1. αυτός που δεν έχει ποιότητα, ιδιότητα («ἄποια στοιχεῖα», «ἄποιος γεῡσις»)
2. φρ. «ἄποιον ὕδωρ» — καθαρό νερό.
Russian (Dvoretsky)
ἄποιος: филос. бескачественный (ὕλη Plut.).