ἔγκοιλος
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
ον, A hollow, sunken, ὀφθαλμοί Hp.Prog.2; ἔγκοιλόν τι a sinking in of the lip, Arist.HA604a28; τὰ ἔγκοιλα τῆς γῆς Pl.Phd.111c: Comp. ἐγκοιλότερος = deeper, LXX Le.13.30. II concave, Thphr.HP7.13.1.
German (Pape)
[Seite 708] ausgehöhlt, vertieft, Arist. H. A. 8, 24 u. Folgde, wie Ath. XI, 479 a; ὀφθαλμοί, tiefliegend, Hippocr.; τὰ ἔγκοιλα, Höhlungen, γῆς Plat. Phaed. 111 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκοιλος: -ον, κοῖλος, βαθουλός, ὀφθαλμοὶ Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 24, 2· τὰ ἔγκοιλα τῆς γῆς Πλάτ. Φαίδων 111C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
profondément creux ; τὰ ἔγκοιλα PLAT les cavités.
Étymologie: ἐν, κοῖλος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1cóncavo (ἡ κεφαλὴ καὶ ὁ σπλήν) φλεβώδεα ... καὶ ἔγκοιλα Hp.Morb.4.40, del tallo de ciertas plantas, Thphr.HP 7.13.1, ὑψηλὸς καὶ ἔγκοιλος de la cótila, Apollod.Hist.254.
2 hundido ὀφθαλμοί Hp.Prog.2, Int.43, ἔγκοιλόν τι un hundimiento, una depresión en el morro de ciertos caballos enfermos, Arist.HA 604a28, ἡ ὄψις αὐτῆς ἐγκοιλοτέρα τοῦ δέρματος de la parte afectada por la lepra, LXX Le.13.30
•que forma hondonada τὰ ὄρη ἔγκοιλα ὄντα como causa del eco, D.C.36.49.2
•subst. τό ἔγκοιλον = cavidad, concavidad τὰ ἔγκοιλα (τῆς γῆς) = las concavidades de la tierra Pl.Phd.111c, τοῦ ὠτὸς τὸ ἔγκοιλον Hsch.s.u. κυψέλαι.
II adv. ἐγκοίλως: ἐγκοίλως ἔχειν = estar rehundido, formar una cavidad ἐγκοίλως ἔχων ὁ τράχηλος var. de Hp.Epid.2.2.24 en Gal.16.681.
Greek Monolingual
ἔγκοιλος, -ον (Α)
1. κοίλος, βαθουλός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκοιλον
κοιλότητα, βαθούλωμα.
Greek Monotonic
ἔγκοιλος: -ον, κοίλος, βαθουλός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἔγκοιλος:
1) впалый (ὀφθαλμοί Arst.);
2) вогнутый, вдавленный (ῥίς Arst.).
Middle Liddell
ἔγ-κοιλος, ον
sinking in hollows, hollow, Plat.