αὐτάγγελος
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
English (LSJ)
ὁ, carrying one's own message, S.Ph.568; bringing news of what oneself has seen, Th.3.33: c.gen. rei, λόγων S.OC333; πάθους Plu.2.489e, cf. Arr.An.4.2.6, Max.Tyr.14.2, Nonn.D.8.222.
Spanish (DGE)
-ου
1 que él mismo es el mensajero Ὀδυσσεύς S.Ph.568, λόγων γ' αὐ. de Ismene, S.OC 333
•que lleva en sí mismo un mensaje παρθένος Fauorin.Cor.39, αὐ. ὁρώμενος apareciendo como mensajero Plu.2.353c.
2 portador de noticias de primera mano o directas αὐτάγγελοι ... ἥ τε Πάραλος καὶ ἡ Σαλαμινία ἔφρασαν Th.3.33, οὗτος μὲν αὐ. ἧκε Plu.2.347c, τὰ μὲν ἰδών, τὰ δὲ ἀκούσας ἄνεισιν αὖθις ὑποφήτης αὐ. Max.Tyr.8.2
•c. gen. τοῦ πάθους de la desgracia Plu.2.489e, D.C.Epit.9.1.1, τῶν ἐν ᾍδου de los asuntos del Hades Plu.2.740b, τῆς ἁλώσεως Arr.An.4.2.6, τῆς εὐνῆς Nonn.D.8.222, Κυπριδίων ὀάρων Musae.132.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτάγγελος: ὁ, ὁ αὐτοπροσώπως ἀναγγέλων τι, Σοφ. Φ. 568, πρβλ. 500 (ἔνθα διαιρεῖται, πομπόν τε καὐτὸν ἄγγελον)· ὁ φέρων ἀγγελίαν περὶ πράγματος ὅπερ ἰδίοις ὄμμασιν εἶδεν, Θουκ. 3. 33· μετὰ γεν. πράγμ., λόγων αὐτ. Σοφ. Ο. Κ. 333, πρβλ. Πλούτ. 2. 489Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apporte lui-même un message ou une nouvelle, qui apporte la nouvelle de ce qu’il a vu lui-même.
Étymologie: αὐτός, ἄγγελος.
Greek Monolingual
αὐτάγγελος, -ον (Α)
1. αυτός που αναγγέλλει αυτοπροσώπως κάτι για τον εαυτό του
2. εκείνος που φέρνει αγγελίες ως αυτόπτης μάρτυρας.
Greek Monotonic
αὐτάγγελος: ὁ, αυτός που μεταφέρει ο ίδιος ένα μήνυμα, αυτός που δίνει πληροφορίες για ό,τι έχει δει ο ίδιος, σε Σοφ., Θουκ.· με γεν. πράγμ., λόγωναὐτάγγελος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτάγγελος: ὁ лично приносящий весть, сообщающий о лично виденном (Soph., Thuc.; τινος Soph., Plut.).
Middle Liddell
carrying one's own message, bringing news of what oneself has seen, Soph., Thuc.; c. gen. rei, λόγων αὐτ. Soph.