θεόκλυτος

From LSJ
Revision as of 11:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόκλῠτος Medium diacritics: θεόκλυτος Low diacritics: θεόκλυτος Capitals: ΘΕΟΚΛΥΤΟΣ
Transliteration A: theóklytos Transliteration B: theoklytos Transliteration C: theoklytos Beta Code: qeo/klutos

English (LSJ)

ον, A calling on the gods, θ. λιταί A. Th.143 (lyr.). II Pass., heard by God, expl. of Ishmael, J.AJ1.10.4.

German (Pape)

[Seite 1196] Gott um Erhörung anrufend, λίται Aesch. Spt. 131. – Von Gott erhört, Ios. 1, 33.

Greek (Liddell-Scott)

θεόκλῠτος: -ον, ἐπικαλούμενος τοὺς θεούς, θ. λιταὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 143. 2) ὁ εἰσακουσθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, Ἰώσηπ. 1. 83.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui implore les dieux.
Étymologie: θεός, κλύω.

Greek Monolingual

θεόκλυτος, -ον (Α)
1. αυτός που επικαλείται, που ικετεύει τους θεούς
2. αυτός που εισακούστηκε από τον θεό
3. αυτός που έχει θεία έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κλυτος (< κλύω «ακούω»), πρβλ. άκλυτος, ονομάκλυτος].

Greek Monotonic

θεόκλῠτος: -ον (κλύω), αυτός που επικαλείται τους θεούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θεόκλῠτος: воссылаемый к богам, обращенный к божеству (λιταί Aesch.).

Middle Liddell

θεό-κλῠτος, ον κλύω
calling on the gods, Aesch.