θανατιάω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
= θανατάω ΙΙ, Luc.Peregr.32, S.E.M.9.153.
German (Pape)
[Seite 1186] = θανατάω, Suid. u. bei Luc. a. a. O. v.l., θανατιῶσα γραῦς Sext. Emp. adv. phys. 1, 153.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτιάω: θανατάω (ἴσως ἐσφ. γραφ.), Λουκ. Περεγρ. 32.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir envie de mourir.
Étymologie: θάνατος.
Greek Monotonic
θᾰνᾰτιάω: = θανατάω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θᾰνᾰτιάω: Luc., Sext. = θανατάω.
Middle Liddell
θᾰνᾰτιάω, = θανατάω, Luc.]