δρύοψ
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[ῠ], οπος, ὁ, a kind of woodpecker, Ar.Av.304.
German (Pape)
[Seite 669] οπος, ὁ, ein Vogel, Ar. Av. 304.
Greek (Liddell-Scott)
δρύοψ: -οπος, εἶδος ξυλοφαγᾶ διαφόρου τοῦ γνωστοῦ δρυοκολάπτου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 304.
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ) :
sorte d'oiseau LSJ, pic-vert Chantraine.
Étymologie: DELG δρῦς.
Greek Monolingual
δρύοψ, ο (Α)
μικρό πτηνό που συγγενεύει με τον δρυοκολάπτη.
Greek Monotonic
δρύοψ: -οπος, ὁ, είδος τρυποκάρυδου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δρύοψ: οπος ὁ дриоп (предполож. разновидность дятла) Arph.