γλυφή

From LSJ
Revision as of 11:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλυφή Medium diacritics: γλυφή Low diacritics: γλυφή Capitals: ΓΛΥΦΗ
Transliteration A: glyphḗ Transliteration B: glyphē Transliteration C: glyfi Beta Code: glufh/

English (LSJ)

ἡ,
A carving: carved work, D.S.5.44, CPHerm.127 (iii A. D.); γ. τῇ σφραγῖδι ποιεῖν its emblem, device, Plu.2.985b, cf. Iamb.Protr.21.κγ; Δημητρίου γ. the work of Demetrius, under a carving, IG5(1).540 (Mistrá), cf. CIG4558 (Acre).
II hole cut in a beam, Anon. ap. Suid. v. καινοπρεπές.

Spanish (DGE)

(γλῠφή) -ῆς, ἡ
1 grabado, talla de madera, Call.Fr.202.27 (cj.), D.S.5.44, D.Chr.7.117, 12.44, 1.78, μέλαθρον σὺν γλυφῇ SB 10299.117 (III d.C.)
inscripción o grabado γ. τῶν στοιχείων Gr.Nyss.Pss.160.19, γλυφαῖσιν εἵδρυσεν τάφον ISmyrna 544d.1 (III d.C.), ὅθεν ἐποιήσατο γλυφὴν τῇ σφραγῖδι Plu.2.985b, cf. Iambl.Protr.21, CIG 4558.4 (Palestina)
escultura, talla ἀγαλμάτων γ. IAE 52B.17 (III a.C.), γλυφὴ καὶ ζωγραφία τοῦ στύλου la escultura y la pintura de la columna, ISyène 13.8 (II d.C.), cf. Ph.1.666, Δημητρίου γ. obra escultórica de Demetrio, IG 5(1).540.11 (Laconia III d.C.).
2 incisión hecha con un cincel, Anon. en Sud.s.u. καινοπρεπές, en cirugía, Paul.Aeg.6.117.4.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠφή: ἡ, τὸ γλύφειν, σκαλίζειν, καὶ αὐτὸ τὸ γεγλυμμένον, τὸ γλύμμα, Διόδ. 5. 44· γλ. τῇ σφραγῖδι, τὸ ἔμβλημα αὐτῆς, ἡ ἐπ’ αὐτῆς παράστασις, Πλούτ. 2. 985Β· Δημητρίου γλ., ἐργασία τοῦ Δημ., ὑπό τινα γλυφήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1409, πρβλ. 4558. ΙΙ. ὀπὴ ἀνεῳγμένη διὰ σμίλης, παρὰ Σουΐδ. (καινοπρεπές).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
ciselure, gravure.
Étymologie: γλύφω.

Greek Monolingual

η (AM γλυφή) γλύφω
1. σκάλισμα, γλυπτή παράσταση
2. (για σφραγίδα) έμβλημα·

Russian (Dvoretsky)

γλῠφή:резное изображение, резьба Plut., Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλυφή -ῆς, ἡ γλύφω gegraveerde afbeelding, embleem (in een zegelring).