αἰκέλιος

From LSJ
Revision as of 12:14, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰκέλιος Medium diacritics: αἰκέλιος Low diacritics: αικέλιος Capitals: ΑΙΚΕΛΙΟΣ
Transliteration A: aikélios Transliteration B: aikelios Transliteration C: aikelios Beta Code: ai)ke/lios

English (LSJ)

ον, poet. for ἀεικέλιος, Thgn. 1344, E.Andr.131 (lyr.).

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): ἀεικ- Hom., A.R.1.304, 2.1126, Nic.Th.271, INap.95.3 (I d.C.)
• Morfología: [-ος, -ον Od.19.341]
I 1inconveniente, temible πληγή Od.4.244, ἀλαωτύς Od.9.503, ἄλγος Od.14.32, νύχμα Nic.l.c.
ultrajante δεσμός Sol.3.25
funesto ὄρνις A.R.1.304, ναῦς A.R.2.1126, Μοῖρά τις ἀεικέλιος INap.l.c.
2 miserable, inferior, vil χιτών Od.24.228, κοίτη Od.19.341, δέμας E.Andr.131, ἔργον Luc.Syr.D.25 (ap. crít)
de pers. indigno, vil, Od.6.242, ἐπ' αἰκελίῳ παιδὶ δαμείς Thgn.1344, με ἕλεν κάματος λυγρὸς ἀεικέλιον IG 22.7198 (II d.C.)
de un ejército indigno, cobarde, Il.14.84.
II adv. -ως inconveniente, terriblemente ῥυστάζειν Od.16.109, 20.319, ἐδαμάσθην Od.8.231.

Greek (Liddell-Scott)

αἰκέλιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀεικέλιος, Θέογν. 1344, Εὐρ. Ἀνδρ. 131.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀεικέλιος.

Greek Monotonic

αἰκέλιος: -ον, ποιητ. αντί ἀεικέλιος.

Russian (Dvoretsky)

αἰκέλιος: Eur. = ἀεικέλιος.

Middle Liddell

[poetic for ἀεικέλιος

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰκέλιος -ον poët. voor ἀεικέλιος.