βροντησικέραυνος

From LSJ
Revision as of 12:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροντησικέραυνος Medium diacritics: βροντησικέραυνος Low diacritics: βροντησικέραυνος Capitals: ΒΡΟΝΤΗΣΙΚΕΡΑΥΝΟΣ
Transliteration A: brontēsikéraunos Transliteration B: brontēsikeraunos Transliteration C: vrontisikeravnos Beta Code: bronthsike/raunos

English (LSJ)

ον, sending thunder and lightning, Νεφέλαι Ar.Nu.265 (anap.).

Spanish (DGE)

-ον
portador de rayos y truenos Νεφέλαι Ar.Nu.265.

Greek (Liddell-Scott)

βροντησικέραυνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων βροντὴν καὶ ἀστραπὴν ἢ κεραυνόν, νεφέλη Ἀριστοφ. Νεφ. 265.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chargé de foudre et de tonnerre (nuage).
Étymologie: βροντάω, κεραυνός.

Greek Monolingual

βροντησικέραυνος, -ον (Α)
(για τα σύννεφα) εκείνος που φέρνει βροντές και κεραυνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροντησι- < βροντώ + -κεραυνός < κεραυνός (πρβλ. τερψίμβροτος)].

Greek Monotonic

βροντησικέραυνος: -ον, αυτός που στέλνει αστραπές και κεραυνούς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βροντησικέραυνος: испускающий гром и молнии, т. е. грозовой (νεφέλαι Arph.).

Middle Liddell


sending thunder and lightning, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βροντησικέραυνος -ον βροντάω, κεραυνός die dondert en bliksemt.