διερευνητής
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A scout or vedette, X. Cyr.5.4.4, 6.3.2. II spy, D.H.4.43.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
explorador X.Cyr.5.4.4, 6.3.2
•espía, agente D.H.4.43, D.C.79.13.4.
Greek (Liddell-Scott)
διερευνητής: -οῦ, ὁ ἀκριβὴς ἐρευνητής, κατοπτευτής, Ξεν. Κύρ, 5. 4, 4., 6. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
explorateur, investigateur.
Étymologie: διερευνάω.
Greek Monolingual
ο (Α διερευνητής) διερευνώ
σχολαστικός ερευνητής ή μελετητής
αρχ.
κατάσκοπος.
Greek Monotonic
διερευνητής: -οῦ, ὁ, ανιχνευτής ή κατάσκοπος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διερευνητής: ου ὁ разведчик (διερευνηταὶ καὶ σκοποί Xen.).
Middle Liddell
διερευνητής, οῦ, n [from διερευνάω
a scout or vidette, Xen.