διερευνητής

From LSJ
Revision as of 11:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερευνητής Medium diacritics: διερευνητής Low diacritics: διερευνητής Capitals: ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΗΣ
Transliteration A: diereunētḗs Transliteration B: diereunētēs Transliteration C: dierevnitis Beta Code: diereunhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A scout or vedette, X. Cyr.5.4.4, 6.3.2. II spy, D.H.4.43.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
explorador X.Cyr.5.4.4, 6.3.2
espía, agente D.H.4.43, D.C.79.13.4.

Greek (Liddell-Scott)

διερευνητής: -οῦ, ὁ ἀκριβὴς ἐρευνητής, κατοπτευτής, Ξεν. Κύρ, 5. 4, 4., 6. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
explorateur, investigateur.
Étymologie: διερευνάω.

Greek Monolingual

ο (Α διερευνητής) διερευνώ
σχολαστικός ερευνητής ή μελετητής
αρχ.
κατάσκοπος.

Greek Monotonic

διερευνητής: -οῦ, ὁ, ανιχνευτής ή κατάσκοπος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διερευνητής: ου ὁ разведчик (διερευνηταὶ καὶ σκοποί Xen.).

Middle Liddell

διερευνητής, οῦ, n [from διερευνάω
a scout or vidette, Xen.