καταδουπέω

From LSJ
Revision as of 00:53, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδουπέω Medium diacritics: καταδουπέω Low diacritics: καταδουπέω Capitals: ΚΑΤΑΔΟΥΠΕΩ
Transliteration A: katadoupéō Transliteration B: katadoupeō Transliteration C: katadoupeo Beta Code: katadoupe/w

English (LSJ)

fall with a loud heavy sound, crash, aor. 2, τυπεὶς κατέδουπε κεραυνῷ AP7.637 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1347] (s. δουπέω), krachend niederstürzen, τυπεὶς κατέδουπε κεραυνῷ Antip. Sid. 96 (VII, 637). – Sp. auch transit., betäuben.

Greek (Liddell-Scott)

καταδουπέω: πίπτω μετὰ δούπου ἢ ἰσχυροῦ ἤχου, τυπεὶς κατέδουπε κεραυνῷ Ἀνθ. Π. 7. 637. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κατέδουπε· τέθνηκε». ΙΙ. μεταβ., διὰ τοῦ δούπου «ξεκωφαίνω», Νικήτ. Χρον. 2. 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tomber avec un bruit sourd ; tomber en gén.
Étymologie: κατά, δουπέω.

Greek Monotonic

καταδουπέω: μέλ. -ήσω, πέφτω με βαρύ γδούπο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταδουπέω: (aor. 2 κατέδουπον) падать с грохотом, рушиться: (Πύρρος) τυπεὶς κατέδουπε κεραυνῷ Anth. Пирр пал, пораженный молнией.

Middle Liddell

fut. ήσω
to fall with a heavy sound, Anth.