κρεοκόπος
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ὁ, cutter up of flesh, D.H.12.2.8 (pl.), Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
κρεοκόπος: -ον, ὁ κατακόπτων τὸ κρέας, Γλωσσ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui découpe de la viande.
Étymologie: κρέας, κόπτω.
Greek Monolingual
κρεοκόπος, ὁ (Α)
αυτός που κόβει το κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος, ξυλο-κόπος.
Greek Monotonic
κρεοκόπος: -ον (κόπ-τω), κόφτης κρέατος.