νῆττα
From LSJ
English (LSJ)
Ep. and Ion. νῆσσα Hdt.2.77, Arat.918, Boeot. νᾶσσα Ar. Ach.875, ἡ:—duck, Hdt.l.c., Ar.Av.566, etc.; νῆττα ἀργυρᾶ IG22. 1436.53. (From n̥̄-tyă, cf. Skt. ātis 'water-fowl', Lat. anas, anatis, Lith. ántis 'duck', etc.)
German (Pape)
[Seite 254] ἡ, att. = νῆσσα, Ar. Av. 566.
Greek (Liddell-Scott)
νῆττα: Ἐπικ. καὶ Ἰων. νῆσσα Ἡρόδ. 2. 77, Ἄρατ. 918, Βοιωτ. νᾶσσα Ἀριστοφ. Ἀχ. 875, ἡ· - «πάπια», Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 566, κτλ. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι ΑΝΑΤ· πρβλ. Λατ. anas, anat-is· Ἀρχ. Γερμ. anut (ente)· Λιθ. ánt-is.)
French (Bailly abrégé)
att. c. νῆσσα.
Greek Monolingual
νῆττα, ἡ (Α)
(επικ. και ιων. τ.) βλ. νήσσα.
Greek Monotonic
νῆττα: Ιων. νῆσσα, Βοιωτ. νᾶσσα, πάπια, Λατ. anas (γεν. a-nat-is), σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.