μηλοσφαγέω
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
slay sheep, ἱερὰ μ. offer sheep in sacrifice, S.El.280: abs., μ. δαιμόνων ἐπ' ἐσχάραις E.Fr.628: generally, offer sacrifice, βουθύτοις ἐπ' ἐσχάραις Ar. Av.1232, cf.Porph.Abst.1.57; μ. εἰς ἀσπίδα Ar.Lys.189 (hence perhaps to be read in A.Th.43 for ταυροσφ-): comically, offer, οἴνου σταμνίον Ar.Lys.196.
German (Pape)
[Seite 173] Schaafe schlachten, opfern; θεοῖσιν ἔμμην' ἱερά, Soph. El. 272; Ar. Av. 1232; auch οἴνου σταμνίον, opfern, Lys. 189.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοσφᾰγέω: σφάζω πρόβατα, ἱερὰ μ., θυσιάζω πρόβατα, Σοφ. Ἠλ. 280· ἀπολ., μ. δαιμόνων ἐπ’ ἐσχάραις Εὐρ. Ἀποσπ. 630, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1232· μ. ἐς ἀσπίδα Ἀριστοφ. Λυσ. 191. 2) καθόλου, προσφέρω, οἴνου σταμνίον αὐτόθι 196.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
égorger des brebis ou offrir des brebis en sacrifice.
Étymologie: μῆλον¹, σφάζω.
Greek Monotonic
μηλοσφᾰγέω: (σφάζω), μέλ. -ήσω, σφάζω πρόβατα, ἱερὰ μηλοσφαγῶ, προσφέρω πρόβατα σε θυσία, σε Σοφ.· απόλ., σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μηλοσφᾰγέω:
1) (тж. μ. ἱερά Soph.) приносить в жертву овец (θεοῖς Soph., Arph.);
2) совершать жертвоприношение, приносить в жертву (οἴνου σταμνίον Arph.).
Middle Liddell
μηλο-σφᾰγέω, fut. -ήσω σφάζω
to slay sheep, ἱερὰ μ. to offer sheep in sacrifice, Soph.; absol., Ar.