κροκόω
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
A crown with yellow ivy (cf. κροκόεις 1), AP13.29 (Nicaenet., Pass.). II (κρόκη) weave, Dionys. ap. St.Byz.s.v. Δαρσανία. 2 wrap in wool, Phot.
German (Pape)
[Seite 1512] 1) (κρόκος), mit Saffran bekränzen, εἶχε δὲ κιττῷ μέτωπον οἷα καὶ σὺ κεκροκωμένον Nicaenet. 4 (XIII, 29), wo an ein Farben mit Saffran nicht ni denken. – 2) (κρόκη), bei Phot. u. B. A. 273, in den Mysterien, τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ τὸν πόδα κρόκῃ ἀναδεῖσθαι, mit den Einschlagsfäden umwickeln. – Auch = den Einschlag in den Aufzug bringen, weben, Dion. Per. fr. 13. – S. auch κροκωτός.
Greek (Liddell-Scott)
κροκόω: (κρόκος) στέφω διὰ τοῦ κιτρίνου κισσοῦ (πρβλ. κροκόεις), Ἀνθ. Π. 13. 29. ΙΙ. (κρόκη) τεριτυλίσσω δι’ ἐρίου (κρόκης), «κροκοῦν: οἱ μύσται ὡς φασὶ κρόκῃ τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ τὸν πόδα ἀναδοῦνται· καὶ λέγεται τοῦτο κροκοῦν· οἱ δὲ ὅτι ἐνίοτε κρόκῳ καθαίρονται» Φωτίου Λεξικ.· καθόλου, ὑφαίνω, Διον. Π. Ἀποσπάσ. 13.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
1 tisser;
2 envelopper comme d'un voile, couronner.
Étymologie: κρόκη.
2-ῶ :
couronner de safran LSJ.
Étymologie: κρόκος.
Greek Monotonic
κροκόω: μέλ. -ώσω (κρόκος), στεφανώνω με κίτρινο κισσό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κροκόω: обвивать (κισσῷ μέτωπον κεκροκωμένον ἔχειν Anth.).