λεπτολόγος
καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all
English (LSJ)
ον, speaking subtly, quibbling, φρένες Ar. Ra. 876 (hex.), cf. Philostr. VS 1.21.1; in good sense, ἀλλ' ὅ γε λεπτολόγος σκῆπτρον Ἄρατος ἔχει Ptol. ap. Ach.Tat. Intr. Ar. p. 79 M.
German (Pape)
[Seite 30] fein, genau, aber auch mit tadelnder Nebenbdtg, spitzfindig redend, untersuchend; φρένες Ar. Ran. 876; Ptolem. ep. 1 (App. 70); Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτολόγος: -ον, ὁ ἐξετάζων μὲ λεπτότητα ἢ σοφιστικῶς τὰ πράγματα, μικρολόγος, φρένες Ἀριστοφ. Βάτρ. 876, πρβλ. Φιλόστρ. 515· - τὸ λ. = λεπτολογία, Ἀνθ. Π. παράρτ. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui disserte subtilement, épilogueur, chicaneur.
Étymologie: λεπτός, λέγω³.
Greek Monolingual
-ο (Α λεπτολόγος, -ον)
αυτός που λεπτολογεί, που μιλάει με λεπτομέρεια ή εξετάζει κάτι εξονυχιστικά, με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες
αρχ.
αυτός που μελετά ή ελέγχει κάτι με σοφιστικό τρόπο.
επίρρ...
λεπτολόγως (Α)
με λεπτολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -λόγος (< λόγος < λέγω)].
Greek Monotonic
λεπτολόγος: -ον (λέγω Γ), αυτός που εξετάζει τα πράγματα λεπτομερώς, εξονυχιστικά, μικρολόγος, σχολαστικός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λεπτολόγος: тонко рассуждающий, затейливый (φρένες Arph.).
Middle Liddell
λεπτο-λόγος, ον [λέγω3]
speaking subtly, subtle, quibbling, Ar.