μηλοπέπων

From LSJ
Revision as of 04:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοπέπων Medium diacritics: μηλοπέπων Low diacritics: μηλοπέπων Capitals: ΜΗΛΟΠΕΠΩΝ
Transliteration A: mēlopépōn Transliteration B: mēlopepōn Transliteration C: milopepon Beta Code: mhlope/pwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, melon, Cucumis melo, Gal.6.566, Antyll. ap. Orib.10.20.4, Mich.in PN81.8.

German (Pape)

[Seite 173] ονος, ὁ, eine apfelförmige Melone, welche erst vollreif genossen wurde, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοπέπων: -ονος, ὁ, πεπόνιον ἔχον τὸ σχῆμα μήλου καὶ ἐσθιόμενον μόνον ὅταν ὑπερωριμάσῃ, οἱ δὲ πέπονες καὶ μηλοπέπονες ὀνομαζόμενοι Γαλην. τ. 6. 465, 17.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
sorte de melon, fruit.
Étymologie: μῆλον², πέπων.

Greek Monolingual

μηλοπέπων, -ονος, ὁ (Α)
είδος πεπονιού με στρογγυλό σχήμα, που τρώγεται μόνο όταν υπερωριμάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + πέπων «πεπόνι»].