οἰωνοκτόνος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ον, killing birds, χειμών ib.563.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων πτηνά, χειμὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 563.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue les oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, κτείνω.
Greek Monolingual
οἰωνοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει τα πουλιά («οἰωνοκτόνος χειμών», Αισχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος.
Greek Monotonic
οἰωνοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει πουλιά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνοκτόνος: убивающий птиц, т. е. губительный для птиц (χειμών Aesch.).
Middle Liddell
οἰωνο-κτόνος, ον, κτείνω
killing birds, Aesch.