πολύκλαυστος

From LSJ
Revision as of 09:22, 31 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́κλαυστος Medium diacritics: πολύκλαυστος Low diacritics: πολύκλαυστος Capitals: ΠΟΛΥΚΛΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: polýklaustos Transliteration B: polyklaustos Transliteration C: polyklafstos Beta Code: polu/klaustos

English (LSJ)

or πολύκλαυτος, ον, also η, ον cj. in A.Ag.1526 (anap.):—A much lamented, Hom.Epigr.3.5, A.l.c., E.Ion869 (anap.), etc.; π. φίλοισι A.Pers.674 (lyr.). II Act., much-lamenting, γυναῖκες Emp.62; ῥέεθρα Mosch.3.73; π. ὑάκινθος IG14.607; π. ποταμός swollen with tears, Arat.360; causing much lamentation, πόλεμος Q.S.10.141.

German (Pape)

[Seite 664] = πολύκλαυτος; Mosch. 3, 74; Nic. Al. 625; Mus. 236.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκλαυστος: ἢ -κλαυτος, ον, ὡσαύτως η, ον, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 822· ― ὁ πολὺ θρηνηθείς, θρηνούμενος, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 3. 5, Αἰσχύλ. Πέρσ. 674, Ἀγ. 1526, Εὐρ. Ἴων 869, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ πολὺ θρηνῶν, κλαίων, γυναῖκες Ἐμπεδ. 318, πρβλ. Μόσχ. 3. 74· π. ὑάκινθος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 547. 5· π. ποταμός, ἐξογκωθεὶς ἐκ τῶν δακρύων, Ἄρατ. 360. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. ἄκλαυστος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. πολύκλαυτος.

Greek Monolingual

και πολύκλαυτος, -η, -ο / πολύκλαυστος και πολύκλαυτος, -ον, ΝΜΑ
1. (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, πολυθρήνητος
αρχ.
1. αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», επιγρ.)
2. φρ. α) «πολύκλαυστα ῥεῑθρα» — πολλά, άφθονα δάκρυα
β) «πολύκλαυστος πόλεμος» — πόλεμος που έχει προκαλέσει πολλά δάκρυα
γ) «πολύκλαυστος ποταμός» — ποταμός που έχει φουσκώσει από τα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κλαυστός / κλαυτός (< κλαίω), πρβλ. πάγ-κλαυστος / πάγ-κλαυτος].

Greek Monotonic

πολύκλαυστος: ή -κλαυτος, -ον και -η, -ον,
I. πολύκλαυτος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που θρηνεί πολύ, σε Μόσχ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκλαυ(σ)τος -ον f. soms -η [πολύς, κλαίω] veel beweend. veel wenend.

Middle Liddell

πολύ-κλαυστος, ορ -κλαυτος, ον,
I. much lamented, Aesch., Eur.
II. act. much lamenting, Mosch.