σαγηνοβόλος

From LSJ
Revision as of 17:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγηνοβόλος Medium diacritics: σαγηνοβόλος Low diacritics: σαγηνοβόλος Capitals: ΣΑΓΗΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: sagēnobólos Transliteration B: sagēnobolos Transliteration C: saginovolos Beta Code: saghnobo/los

English (LSJ)

ὁ, one who casts the σαγήνη, fisherman, AP6.167 (Agath.), 10.10 (Arch.Jun.).

German (Pape)

[Seite 857] das große Netz auswerfend, der Netzfischer; Agath. 28 (VI, 167); Archi. (X, 10).

Greek (Liddell-Scott)

σᾰγηνοβόλος: ὁ, ὁ ῥίπτων τὴν σαγήνην, ὁ ψαρεύων μὲ τὴν σαγήνην, ἁλιεύς, Ἀνθ. Π. 6. 167., 10. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui jette sa seine, son filet, pêcheur.
Étymologie: σαγήνη, βάλλω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αλιέας που ψαρεύει με σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγήνη + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ταυροβόλος.

Greek Monotonic

σᾰγηνοβόλος: ὁ (βάλλω), αυτός που ρίχνει αλιευτικό δίχτυ, ψαράς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σᾰγηνοβόλος: ὁ закидывающий невод, т. е. рыбак Anth.

Middle Liddell

σᾰγηνο-βόλος, ὁ, βάλλω
one who casts a drag-net, a fisherman, Anth.