συμβιωτής

Revision as of 16:50, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who lives with, companion, partner, prob. l. in Eup.448, cf. Plb.8.10.3, Cic.Fam.9.10.2. II especially of the confidants of the Roman Emperors, etc., Plu.2.207c, Jul. Caes.326b; σ. τοῦ βασιλέως Βαβυλῶνος LXX Bel 2.

German (Pape)

[Seite 978] ὁ, der mit Andern zusammen od. in Gesellschaft Lebende; Pol. 8, 12, 3; καὶ ἑταῖρος, Plut. Cat. min. 35.

Greek (Liddell-Scott)

συμβιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ζῶν μετά τινος, σύντροφος, ἑταῖρος, πιθ. γραφὴ ἐν Εὐπόλ. «Κόλακι» 26, πρβλ. Πολύβ. 8. 12, 3, C c. Fam. 9. 10, κτλ. ΙΙ. μάλιστα ἐπὶ τῶν ἑταίρων ἢ εὐνοουμένων τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων, Πλούταρχ. 2. 207C, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουλ. Καίσ. 21, πρβλ. Becker. Röm. All. 2. 3, σ. 231.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
confident ou favori des empereurs romains.
Étymologie: συμβιόω.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ συμβιῶ, -ώνω
μσν.
μοναχός στο ίδιο μοναστήρι με κάποιον άλλοσυμβιωτής ἀδελφός»)
αρχ.
1. σύντροφος, εταίρος («Σαρδαναπάλου ἤ τῶν ἐκείνου συμβιωτῶν», Πολ.)
2. ευνοούμενος του βασιλιά ή του αυτοκράτορα της Ρώμης
3. μέλος εταιρείας.

Russian (Dvoretsky)

συμβιωτής: οῦ ὁ
1) сотоварищ, близкий друг Polyb.;
2) наперсник, любимец Plut.