συνεπαγωνίζομαι

From LSJ
Revision as of 19:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπᾰγωνίζομαι Medium diacritics: συνεπαγωνίζομαι Low diacritics: συνεπαγωνίζομαι Capitals: ΣΥΝΕΠΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synepagōnízomai Transliteration B: synepagōnizomai Transliteration C: synepagonizomai Beta Code: sunepagwni/zomai

English (LSJ)

join in stirring up a contest besides, τοῖς γεγονόσι besides all that had happened, Plb.3.118.6.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπαγωνίζομαι: ἀποθ., ἐπαγωνίζομαι ὁμοῦ, συνεπιφέρω νέον ἀγῶνα τοῖς γεγονόσι, ἐκτὸς τῶν ἤδη γενομένων, Πολύβ. 3. 118, 6.

French (Bailly abrégé)

être auxiliaire de, venir en aide à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπαγωνίζομαι.

Greek Monolingual

Α ἐπαγωνίζομαι
υποκινώ νέο αγώνα από κοινού με κάποιον.

Greek Monotonic

συνεπᾰγωνίζομαι: μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., συμβάλλω στην υποκίνηση μιας επιπλέον έριδας, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπᾰγωνίζομαι: усиливать или осложнять борьбу: συνεπαγωνιζομένης τοῖς γεγονόσι τῆς τύχης Polyb. так как судьба (словно) хотела осложнить события борьбы.

Middle Liddell

fut. -ιοῦμαι
Dep. to join in stirring up a contest besides, Polyb.