συνοίκισις
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
εως, ἡ, combination or union into one city-state, Th.3.3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
colonisation.
Étymologie: συνοικίζω.
Greek (Liddell-Scott)
συνοίκῐσις: ἡ, ἡ ὑπὸ μίαν πόλιν συνένωσις, Θουκ. 3. 3, Ἀρρ. Ἀν. 1. 4· πρβλ. τὸ προηγ. ΙΙ.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α συνοικίζω
συνένωση σε μια πολιτεία («πέμψαντες πρέσβυς οὐκ ἔπειθον τοὺς Μυτιληναίους τήν τε ξυνοίκισιν καὶ τὴν παρασκευὴν διαλύειν», Θουκ.).
Greek Monotonic
συνοίκῐσις: -εως, ἡ, συνένωση υπό τη διοίκηση μιας πρωτεύουσας, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνοίκῐσις: εως ἡ заселение, колонизация Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοίκῐσις -εως, ἡ, Att. ook ξυνοίκῐσις [συνοικίζω] vereniging tot één stad. Thuc. 3.3.1.
Middle Liddell
συνοίκῐσις, εως, [from συνοικίζω
union with the capital, Thuc.
English (Woodhouse)
a union of smaller towns under a capital city, union in a single state
English > Greek (Woodhouse Quotes Reversed)
political centralisation of small towns under a capital city