συστρατεύω

From LSJ
Revision as of 19:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστρᾰτεύω Medium diacritics: συστρατεύω Low diacritics: συστρατεύω Capitals: ΣΥΣΤΡΑΤΕΥΩ
Transliteration A: systrateúō Transliteration B: systrateuō Transliteration C: systrateyo Beta Code: sustrateu/w

English (LSJ)

more freq. in Med. συστρᾰτ-εύομαι:— join or share in an expedition, abs., Hdt.5.44, 6.9, 9.11, Th.1.99, 2.56, X.HG3.5.16 (Act.), etc.; τινι with another, Hdt.7.11, 9.106, Th.2.12, X.HG3.5.5 (Act.), etc.; μετά τινων Th.2.29,80, etc.; σὺν βασιλεῖ X.HG2.4.36 (Med.).--Hdt. always uses it in Med., as also Pl. (R. 468b,471d); Th. prefers Act., but also uses Med., cf. 1.99, 2.12, al., with 2.56,80, al.; X. has both, but more freq. Med., as also Lys. 20.29, etc.

German (Pape)

[Seite 1045] auch συστρατεύομαι, mit, zugleich, zusammen einen Feldzug machen, Kriegsdienste thun, τινί; Her., nur im med., 5, 44. 6, 9; εἰ καὶ τὸ θῆλυ συστρατεύοιτο, Plat. Rep. V, 471 d; τὰ συστρατευόμενα μειράκια, 468 b; Thuc. 2, 12; oft bei Xen., wie An. 7, 3, 10; Dem. u. Folgde; Pol. 5, 50, 4 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

συστρᾰτεύω: μέλλ. -εύσω, συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ -εύομαι, μέλλ. -εύσομαι· ― ἀπὸ κοινοῦ ἐκστρατεύω, λαμβάνω μέρος εἰς τὴν ἐκστρατείαν, ἀπολ., Ἡρόδ. 5. 44., 6. 9., 9. 11, Θουκ. 1. 99, 2. 56, Ξεν., κλπ.· τινί, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 11., 9. 106, Θουκ. 2. 12, Ξεν., κλπ.· μετά τινος Θουκ. 2, 29, 80, κλπ.· σύν τινι Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 36. ― Ὁ Ἡρόδ. ἔχει ἀεὶ τὸν μέσον τύπον, ὡς καὶ ὁ Πλάτ. (Πολ. 468Β, 471D)· ὁ Θουκ. προτιμᾷ τὸν ἐνεργ., ἀλλὰ ποεῖται χρῆσιν καὶ τοῦ μέσου, πρβλ. 1. 99., 2. 12, κ. ἀλλ. πρὸς 2. 56, 80, κ. ἀλλ.· ὁ Ξεν. ἔχει ἀμφότερα, ἀλλὰ συνηθέστερον τὸ μέσον, ὡς καὶ ὁ Λυσίας 160. 22, κλπ. ― Ἴδε Χ. Χαρινωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 154, 155.

French (Bailly abrégé)

faire campagne avec, τινι.
Étymologie: σύν, στρατεύω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυστρατεύω Α
εκστρατεύω από κοινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + στρατεύω «εκστρατεύω» (< στρατός)].

Greek Monotonic

συστρᾰτεύω: μέλ. -εύσω, και ως αποθ. συστρατεύομαι, μέλ. -εύσομαι· εκστρατεύω ή υπηρετώ τη στρατιωτική μου θητεία μαζί με κάποιον, λαμβάνω μέρος σε εκστρατεία, απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τινί, με κάποιον άλλον, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συστρᾰτεύω: тж. med. вместе отправляться в поход, совместно участвовать в походе, вместе воевать (τινί Her., σύν τινι Thuc., Xen. и μετά τινος Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συ-στρατεύω, Att. ook ξυστρατεύω zowel act. als med. mede of samen (met...) een veldtocht ondernemen; met dat., met μετά + gen., met σύν + dat. met iem.

Middle Liddell

fut. -εύσω and as Dep. συστρατεύομαι fut. -εύσομαι
act. and Dep. to make a campaign or serve together, to join or share in an expedition, absol., Hdt., Thuc., etc.; τινί with another, Hdt., Thuc.