συντανύω

From LSJ
Revision as of 11:35, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντᾰνύω Medium diacritics: συντανύω Low diacritics: συντανύω Capitals: ΣΥΝΤΑΝΥΩ
Transliteration A: syntanýō Transliteration B: syntanyō Transliteration C: syntanyo Beta Code: suntanu/w

English (LSJ)

= συντείνω, stretch together, πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ bringing together the strands of many matters in small compass, Pi.P.1.81.

Greek (Liddell-Scott)

συντᾰνύω: συντείνω, τανύω ὁμοῦ, πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ, περιλαβὼν τὰς ἐκβάσεις πολλῶν γεγονότων ἐντὸς μικρᾶς περιοχῆς, συντεμὼν εἰς ἓν καὶ συμπλέξας αὐτάς, Πινδ. Π. 1. 158.

French (Bailly abrégé)

c. συντείνω.
Étymologie: σύν, τανύω.

English (Slater)

συντᾰνῠω stretch, bring together πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ (P. 1.81)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) τεντώνω κάτι μαζί με άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τανύω «τείνω, τεντώνω»].

Greek Monotonic

συντᾰνύω: μέλ. -ύσω [ῠ], = συντείνω, τεντώνω μαζί· πολλῶν πείρατα συντανύσαις (Δωρ. αντί -ύσας), αυτός που ανακεφαλαιώνει τις εκβάσεις πολλών συμβάντων και οδηγείται σε ένα συμπέρασμα συμπλέκοντάς τις, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντᾰνύω [σύν, τανύω] bijeenbrengen. Pind. P. 1.81.

Russian (Dvoretsky)

συντᾰνύω: (= συντείνω) стягивать, сводить вместе (πολλῶν πείρατα Pind.).

Middle Liddell

fut. ύσω = συντείνω
to stretch together, πολλῶν πείρατα συντανύσαις (doric for -ύσασ) bringing together the issues of many events, Pind.