τετράρρυμος

From LSJ
Revision as of 12:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράρρῡμος Medium diacritics: τετράρρυμος Low diacritics: τετράρρυμος Capitals: ΤΕΤΡΑΡΡΥΜΟΣ
Transliteration A: tetrárrymos Transliteration B: tetrarrymos Transliteration C: tetrarrymos Beta Code: tetra/rrumos

English (LSJ)

ον, A with four poles, i.e. eight-horsed, ἅρμα X.Cyr.6.1.51, 6.4.2, Philostr. V A2.42. II τετράρυμον ἄμφοδον = compitus Gloss., city block, block of buildings surrounded by four streets, (from ῥύμη street).

Greek (Liddell-Scott)

τετράρρῡμος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥυμούς, δηλ. ὀκτὼ ἵππους, συνεζεύξατο δὲ τὸ ἑαυτοῦ ἅρμα τετράρρυμόν τε καὶ ἐξ ἵππων ὀκτὼ Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51., 4, 2˙ ὡσαύτως τετράρῡμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre timons ; à huit chevaux.
Étymologie: τέσσαρες, ῥυμός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις ρυμούς και οκτώ ίππους («συνεζεύξατο... τὸ... ἅρμα τετράρρυμόν τε και ἵππων ὀκτώ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ῥυμός «τιμόνι» (πρβλ. πολύρρυμος)].

Greek Monotonic

τετράρρῡμος: -ον, αυτός που έχει τέσσερις πώλους, δηλ. οκτώ άλογα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τετράρρῡμος: с четырьмя дышлами, т. е. запряженный восьмеркой лошадей (ἅρμα Xen.).

Middle Liddell

τετράρ-ρῡμος, ον,
with four poles, i. e. eight-horsed, Xen.