τετραπρόσωπος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον, with four faces or fronts, βωμός Plu. 2.308a; ἀριθμός, of the τετράς, Herm. in Phdr.p.107 A.
German (Pape)
[Seite 1099] mit vier Gesichtern, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα πρόσωπα ἢ μέτωπα, βωμὸς Πλούτ. 2. 308Α˙ ὅρασιν ζῴου τετραπροσώπου Ἀθαν. Τ. 2, σ. 100D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre visages.
Étymologie: τέσσαρες, πρόσωπον.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερα πρόσωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. διπρόσωπος.
Russian (Dvoretsky)
τετραπρόσωπος: четвероликий (βωμός Plut.).